- πηδητικῶς
- πηδητικόςgood at leapingadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηδητικός — ή, ό / πηδητικός, ή, όν, ΝΜΑ [πηδώ] αυτός που έχει την ικανότητα να πηδά, να εκτελεί πηδήματα («ὅσα δὲ πηδητικά... ἐστι, τούτων τὰ μὲν ἔχει τὰ ὄπισθεν σκέλη μείζω», Αριστοτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα πηδητικά ζωολ. α) κατηγορία ορθόπτερων… … Dictionary of Greek